του Παναγιώτη Κυρανούδη
Φιλολόγου - Γλωσσολόγου
Το 1991 ως τελειόφοιτος του τομέα Γλωσσολογίας, στο τμήμα Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης, πραγματοποίησα μία έρευνα σε τρία μουσουλμανικά σχολεία του νομού Έβρου. Η έρευνα αυτή έγινε στα πλαίσια του μαθήματος Κοινωνιογλωσσολογία και, πιο συγκεκριμένα, αφορούσε τη θεματική ενότητα "Γλωσσικές Μειονότητες". Στόχος της ήταν να γίνει μία πρώτη προσέγγιση στη σημερινή γλωσσική κατάσταση των χωριών, που κατοικούνται κυρίως από Πομάκους και να εντοπιστούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά, στα σχολεία των χωριών αυτών. Από τότε πέρασαν περισσότερα από τρία χρόνια. Επειδή όμως, τα συμπεράσματα στα οποία, καταλήξαμε, όχι μόνο δεν έπαψαν να ισχύουν σήμερα, αλλά, και αποκτούν μια δραματική επικαιρότητα, λόγω της εκρηκτικής καταστάσεως στα Βαλκάνια, ιδιαίτερα στα θέματα των μειονοτήτων, κρίναμε σκόπιμο να δώσουμε στη δημοσιότητα ένα μέρος από τα πορίσματα της έρευνάς μας...»
Πριν ξεκινήσουμε, θα θέλαμε να πούμε δυο λόγια για τη γλώσσα των Πομάκων, χωρίς να ασχοληθούμε με το θέμα της φυλετικής τους καταγωγής, για το οποίο πολύ μελάνι έχει χυθεί τον τελευταίο καιρό. Σήμερα, είναι γενικά αποδεκτό και από τις τρεις αντιμαχόμενες, στο θέμα της φυλετικής καταγωγής των Πομάκων, παρατάξεις (ελληνική, τουρκική, βουλγαρική), ότι η γλώσσα των ορεσίβιων αυτών μουοουλμάνων είναι ένα σλαβοβουλγαρικό ιδίωμα. Το ιδίωμα αυτό έχει δεχτεί την ισχυρή επίδραση της τουρκικής και της ελληνικής. Μάλιστα τα διάφορα ελληνικά εγχειρίδια που κυκλοφορούν στο εμπόριο και ασχολούνται με το θέμα των Πομάκων, αν και οι απόψεις τους στο θέμα της γλώσσας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν επιστημονικές, δίνουν την πρώτη θέση στα σλαβικά στοιχεία, τη δεύτερη στα τουρκικά και την τρίτη στα ελληνικά.
Εμείς, αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι, τόσο οι Πομάκοι, όσο και οι Τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι της Θράκης, έχουν συνείδηση ότι τα πομακικά είναι μια διαφορετική γλώσσα. Τη γλώσσα αυτή την ονομάζουν πομάκτσια στα τουρκικά και γνωρίζουν ότι συγγενεύει με τα βουλγαρικά. Επίσης όσο προχωρούμε από τα ανατολικά προς τα δυτικά, τόσο αυξάνονται τα. βουλγαρικά στοιχεία και ελαττώνονται τα τουρκικά και το αντίστροφο. Έτσι συχνά η συνεννόηση ανάμεσα στους Πομάκους των νομών Ξάνθης και Ροδόπης είναι πολύ δύσκολη, λόγω των πολλών σλαβικών στοιχείων της γλώσσας των πρώτων.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στα σχολεία των χωριών Ρούσσα, Σιδηρώ και Σιδηροχώρι, του νομού Έβρου. Το πρώτο χωριό βρίσκεται σε απόσταση 40 χλμ. από το Σουφλί, και 55 από το Διδυμότειχο και στην απογραφή του 1981 είχε 318 κατοίκους. Το χωριό αυτό έχει μικτό πληθυσμό (χριστιανικό και μουσουλμανικό), στην συντριπτική του, όμως, πλειοψηφία μουσουλμανικό, αν και παλιότερα είχε αρκετούς χριστιανούς. Οι μουσουλμάνοι αυτοί είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους Πομάκοι, που τους εγκατέστησε εκεί το κράτος το 1950, από το νομό Ροδόπης. Όπως διαπιστώθηκε, τα παιδιά στο σχολείο χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους τα τουρκικά. Όταν ζητήσαμε απ' αυτά, να μεταφράσουν στη γλώσσα τους κάποιες ελληνικές λέξεις, απαντούσαν με τουρκικές λέξεις. Τα τουρκικά είναι σίγουρα η πρώτη γλώσσα τους. Από τους δύο μουσουλμάνους δασκάλους του σχολείου, ο πρώτος υποστήριξε ότι τα παιδιά δε μιλούν καθόλου πομακικά, αλλά μόνο άτομα μεγάλης ηλικίας, πάνω από 50 ετών. Ο δεύτερος αρνήθηκε ότι τα πομακικά μιλιούνται στο χωριό, κάτι που βέβαια δεν ήταν αλήθεια, αφού και ο ίδιος φαινόταν να τα γνωρίζει.
Το χωριό Σιδηρώ, που βρίσκεται 24 χλμ. βόρεια του Σουφλίου, 20 λεπτά περίπου με αυτοκίνητο, σήμερα έχει πλέον μόνο μουσουλμανικό πληθυσμό. Στην απογραφή του 1981 είχε 435 κατοίκους. Οι περισσότεροι είναι Πομάκοι, επήλυδες κυρίως από τα χωριά Άνω Βυρσίνη και Κέχρος, του νομού Ροδόπης. Υπάρχουν, όμως και μερικές οικογένειες τουρκοφανείς και λίγοι αθίγγανοι. Η πρώτη γλώσσα των παιδιών, είναι και εδώ η τουρκική. Γνώριζαν κάποιες πομακικές λέξεις που τους ρωτήθηκαν (απάντησαν περίπου στις μισές) τις οποίες, όπως φαίνεται, έμαθαν από τους γεροντότερους. Μεταξύ τους όμως δε χρησιμοποιούσαν τα πομακικά. Η γλώσσα που κυριαρχεί στο χωριό, όπως διαπιστώσαμε και από άλλες επισκέψεις μας, είναι τα τουρκικά. Ο ένας από τους δύο Πομάκους δασκάλους του χωριού (γύρω στα 35), όπως μας είπε, δεν είχε τα πομακικά ως μητρική γλώσσα, αλλά μόνο τα άκουγε από τους γονείς του. Ίσως δηλαδή, σε ορισμένα πομακοχώρια να έχει περάσει και μία γενιά, από τότε που τα πομακικά άρχισαν να εγκαταλείπονται.
Πιο ενθαρρυντική για τα πομακικά, ήταν η κατάσταση στο τρίτο χωριό. Το Σιδηροχώρι απέχει 46 χλμ. από το Σουφλί. Οι κάτοικοι του είναι όλοι Πομάκοι, από το χωριό Κέχρος. Ήρθαν στο χωριό μετά το 1950. Τα παιδιά γνώριζαν όλες σχεδόν τις πομακικές λέξεις που τους ρωτήθηκαν. Ένα άλλο πολύ θετικό στοιχείο, ήταν ότι τα παιδιά ήταν σε θέση να κατανοούν και να μεταφράζουν στα τουρκικά, πομακικές φράσεις, που τους ρωτήθηκαν και το σημαντικότερο, μπορούσαν να μεταφράζουν τουρκικές φράσεις στα πομακικά. Επομένως μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε ως διπλόγλωσσα, εφόσον ήταν σε θέση να παράγουν πλήρες εκφώνημα και στα πομακικά και στα τουρκικά. Βέβαια η γλώσσα που χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους στο σχολείο, ήταν τα τουρκικά και οι λέξεις που χρησιμοποιούσαν για να περιγράψουν κάποια εικόνα που τους έδειχνε ο δάσκαλος, ήταν τουρκικές. Όμως μπορούσαν να χειριστούν άνετα και τα πομακικά, π.χ. κάποιο παιδί που είπε σε κάποιο άλλο oynama (τουρκικά "μην παίζεις"), όταν ρωτήθηκε, μετέφρασε την προτροπή του στα πομακικά: νεμόι ιγκρά (κοινή βουλγαρική: igraja "παίζω").
Γενικά συμπεράσματα
Ορισμένα γενικά συμπεράσματα που θα μπορούσαν να προκύψουν είναι τα εξής:
1. Τα πομακικά στα χωριά αυτά του Έβρου φαίνεται να ακολουθούν την πορεία των ελληνικών ιδιωμάτων ή των ξένων ιδιωμάτων, που μιλιούνταν κάποτε από ελληνικούς πληθυσμούς (βλάχικα, αρβανίτικα, τουρκικά κτλ), με κάποια όμως καθυστέρηση. Όπως δηλαδή τα ιδιώματα αυτά συρρικνώθηκαν, εγκαταλείφθηκαν από τις νέες γενιές και η χρήση τους περιορίστηκε στους γεροντότερους, που δε γνώριζαν καλά την κοινή, κάτι ανάλογο γίνεται και με τα πομακικά. Τα παιδιά και στα τρία σχολεία χρησιμοποιούσαν μεταξύ τους τα τουρκικά.
Όπως τα ελληνικά και ξένα ιδιώματα, ισοπεδώνονται και αντικαθίστανται από την κοινή νεοελληνική, έτσι και τα πομακικά, στα χωριά αυτά του Έβρου, εγκαταλείπονται και τη θέση τους παίρνει, όχι βέβαια η ελληνική, αλλά η κοινή τουρκική.
Η στάση των παιδιών των Πομάκων απέναντι στα πομακικά, μοιάζει με αυτή των ελληνόφωνων παιδιών απέναντι στο ιδίωμα, ελληνικό ή μη, που μιλούν οι παππούδες τους. Τα πομακικά δηλαδή τους προκαλούσαν γέλιο, ειρωνεία, αλλά και κάποιο ενδιαφέρον, αφού είναι η γλώσσα, τουλάχιστο των παππούδων τους. Αξιοσημείωτο είναι, ότι είχαν συνείδηση πως μιλούν μια δεύτερη διαφορετική γλώσσα, που την ονόμαζαν πομάκτσια και την οποία ένα παιδί στο Σιδηροχώρι τη χαρακτήρισε μπουλγκάρ (βουλγαρικά). Επίσης δε φοβούνταν να μιλήσουν γι' αυτή και να απαντήσουν στις ερωτήσεις, σε αντίθεση με τους ενήλικες που ήταν πολύ επιφυλακτικοί.
Όσο μικραίνουν οι ηλικίες, τα παιδιά φαίνεται να γνωρίζουν λιγότερο τα πομακικά. Στις ερωτήσεις απαντούσαν περισσότερο τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων. Αυτό όμως εξηγείται εν μέρει και από τη λιγότερη άνεση και μεγαλύτερη ντροπή, που έχουν τα μικρότερα παιδιά μπροστά σε ένα ξένο.
Στους δασκάλους των δύο από τα τρία χωριά, διακρίναμε δύο διαφορετικές τάσεις. Κατά τα λεγόμενα των χριστιανών δασκάλων, υπήρχαν από τη μια μεριά οι πιο συντηρητικοί (πιο πιστοί στις μουσουλμανικές παραδόσεις) και οι πιο νεωτεριστές (λιγότερο πιστοί), όλοι Πομάκοι στην καταγωγή. Η στάση των δεύτερων απέναντι στα πομακικά ήταν πιο αρνητική, σε σχέση με τους πρώτους. Δεν θέλησαν να μιλήσουν για τα πομακικά, παρά τις προτροπές των χριστιανών δασκάλων και αρνούνταν ότι τα γνωρίζουν ή ότι μιλιούνται στο χωριό. Η στάση των πρώτων ήταν πολύ πιο θετική, αν και επιφυλακτική, κυρίως εξαιτίας της παρουσίας των δεύτερων.
Παράγοντες που επιταχύνουν ή επιβραδύνουν την εγκατάλειψη των πομακικών
Την εγκατάλειψη των πομακικών φαίνονται να επιταχύνουν οι παρακάτω παράγοντες:
α. Η διδασκαλία των τουρκικών στα σχολεία. Αυτό ανεβάζει το γόητρο των τουρκικών και περιορίζει στο ελάχιστο το γόητρο και τη λειτουργικότητα των πομακικών, αφού εξάλλου δεν υπάρχει γραπτή μορφή της πομακικής. Αποδεικνύεται ολέθρια η εκπαιδευτική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων, στο θέμα της μουσουλμανικής μειονότητας, μετά τον εμφύλιο. Ανύπαρκτη η διορατικότητα, προβλεπτικότητα και υποδομή της. Στρέφοντας την προσοχή, τον πρώτο καιρό μετά τον εμφύλιο, στον κίνδυνο από το βορρά (Βουλγαρία), έδωσαν τους Πομάκους βορά στην τουρκική βουλιμία. Τους έστειλαν στα ίδια μειονοτικά σχολεία με τους τουρκόφωνους. Έβαλαν όλες τις ετερογενείς φυλετικές ομάδες (Τουρκόφωνοι, Πομάκοι, Αθίγγανοι κτλ.) της μουσουλμανικής μειονότητας, στο ίδιο τουρκικό τσουβάλι και αντί να διδάσκονται τη μητρική τους γλώσσα και τη γλώσσα του κράτους, διδάσκονται τουρκικά. Τότε, τα πομακικά, ως σλαβικό ιδίωμα, θεωρούνταν "επικίνδυνη" γλώσσα, γιατί οι σχέσεις με τους Βούλγαρους ήταν τεταμένες. Δεν πρόσεξαν, όμως, ότι τα πομακικά αποτελούσαν ένα από τα βασικά στοιχεία, που διαφοροποιούσαν τους Πομάκους από τους τουρκικής καταγωγής μουσουλμάνους και που θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν, για να τους απομακρύνουν από τον ασφυκτικό τουρκικό εναγκαλισμό.
Σήμερα που τα πομακικά κινδυνεύουν, το ελληνικό κράτος τρέχει και δεν προφταίνει. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμιά σοβαρή επιστημονική εργασία, που να δίνει απάντηση σε βασικά ερωτήματα, όπως τι είναι τα πομακικά, ποια η κατάσταση τους σήμερα, ποια η σχέση τους με τα βουλγαρικά, τουρκικά, ελληνικά κτλ, δεν υπάρχουν λεξικά ούτε συλλογές γλωσσικού ή λαογραφικού υλικού. Κανείς γλωσσολόγος δεν καταπιάστηκε με το θέμα και όσα γράφτηκαν ήταν πολύ αποσπασματικά, στο περιθώριο άλλων ενασχολήσεων και φυσικά δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν επιστημονικές δάφνες, αφού οι γράφοντες δεν ήταν ειδικοί. Μόνο τα τελευταία χρόνια γίνεται κάποια προσπάθεια, από το Πανεπιστήμιο Θράκης, που οφείλεται στην ευαισθησία της ΕΟΚ στα θέματα μειονοτήτων.
β. Η τουρκική προπαγάνδα εναντίον των πομακικών. Οι Τούρκοι ξέρουν ότι η διαφορετική γλώσσα των Πομάκων, αποτελεί εμπόδιο στην τουρκοποίησή τους. Αγωνίζονται εναντίον της χρήσεώς της και φυσικά προωθούν τη χρήση των τουρκικών στη θέση της. Ενδεικτικά παραθέτουμε κείμενο από τουρκικό έργο για τους μουσουλμάνους της Δ. Θράκης και τους Πομάκους. Ο συγγραφέας γράφει:
"τα πομακικά χωριά Saraylar και Sogucak (νομός Ξάνθης), εγκατέλειψαν τα πομακικά και μιλούν τουρκικά. Σ’ αυτά τα χωριά οι ηλικιωμένοι Πομάκοι, ενώ γνωρίζουν τα πομακικά, δεν τα μαθαίνουν ποτέ στα παιδιά τους και οι ίδιοι αποφεύγουν να μιλούν αυτή τη γλώσσα. Την κατάσταση αυτή οι ντόπιοι γέροι, την εξηγούν έτσι:
Το 1913 ήρθαν οι Βούλγαροι. "Η γλώσσα σας μοιάζει στα βουλγαρικά," είπε. "Εσείς είστε Βούλγαροι. Από το ίδιο γένος είμαστε." Εμείς δεν το δεχτήκαμε... Όχι είπαμε... όχι... Εμείς είμαστε Τούρκοι. Πέρα για πέρα Τούρκοι. Δεν ξέρουμε πώς πήραμε αυτή τη γλώσσα που τη λέμε Πομακικά. Δεν ξέρουμε πώς αφήσαμε τα τουρκικά, την ωραία γλώσσα μας... Έτσι είπαν οι Βούλγαροι... και δεν έμεινε αδικία που να μη την έκαναν. Όμως μας ξύπνησαν. Τα πομακικά δεν έχουν γραφή ούτε βιβλία. Αν εμείς ήμαστε Βούλγαροι και η γραφή μας θα γινόταν βουλγαρική. Αλλά η δικιά μας γραφή είναι τουρκική... Ήταν τουρκική...
Γι' αυτό όλοι οι χωρικοί, αλλά και όλοι οι Πομάκοι μαζευτήκαμε και είπαμε να αφήσουμε τη γλώσσα αυτή, που έφερε πάνω μας χίλια βάσανα. Αλλά όλοι οι χωρικοί δεν το εφάρμοσαν αυτό. Αμόρφωτοι καθώς ήταν, δεν υπολόγισαν τη σημασία αυτής της αποφάσεως. Γι' αυτό σήμερα μπορείς να δεις αρκετά χωριά στα Βαλκάνια, όπου άλλοι μιλούν πομακικά και άλλοι τουρκικά... Εμείς όμως δε χαλάσαμε την παλιά απόφαση μας και σήμερα κανένα από τα παιδιά μας δε γνωρίζει τα πομακικά". (Abdurahim Dede, Batι Trakya Türkleri, Istanbul 1975, σ. 159-160).
Από το κείμενο αυτό, είτε είναι αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα είτε είναι αλήθεια, φαίνεται ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει από νωρίς τη σημασία που έχει γι' αυτούς η εξαφάνιση της πομακικής. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκαν και με διάφορες εκκλήσεις στο μειονοτικό τύπο, προς αυτούς που μιλούν την πομακική, να παύσουν να τη μιλούν.
γ. Πέρα από την τουρκική προπαγάνδα είναι βέβαιο ότι μέσα στις τάξεις της μειονότητας ασκούνται πιέσεις προς τους Πομακόφωνους να μη μιλούν τα πομακικά. Αυτό φαίνεται από την καχυποψία και την επιφυλακτικότητα, με την οποία αντιμετωπίζεται στα πομακοχώρια αυτός που ζητά πληροφορίες για τα πομακικά, κάτι που οφείλεται βέβαια και σε άλλους παράγοντες. Οι κάτοικοι των χωριών αυτών αποφεύγουν να δώσουν πληροφορίες γι' αυτά. Επίσης αρνητική, όπως είπαμε, ήταν και η στάση ορισμένων δασκάλων, κυρίως των "νεωτεριστών" και περισσότερο φιλότουρκων. Τα πομακικά δίνουν μερικές φορές την εντύπωση μιας "απαγορευμένης γλώσσας".
δ. Τα πομακικά, πέρα από την οργανωμένη προπαγάνδα εναντίον τους, είναι μία γλώσσα αρνητικά στιγματισμένη στο χώρο της μειονότητας. Οι ορεινοί Πομάκοι συχνά αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση των πεδινών τουρκόφονων. Στην πραγματικότητα οι Πομάκοι αποτελούν "μια μειονότητα της μειονότητας". Ανήκουν στη μουσουλμανική μειονότητα της Ελλάδας, που τους αντιμετώπισε, όπως και τους υπόλοιπους μουσουλμάνους. Αλλά και μέσα στις τάξεις της μειονότητας, η αντιμετώπισή τους από τους τουρκογενείς, που πλειοψηφούν, είναι στην ουσία "μειονοτική" και περιφρονητική.
Επομένως για τους Πομάκους η εγκατάλειψη της γλώσσας τους και η χρήση της τουρκικής, σημαίνει απόκρυψη της "μειονοτικής" τους ταυτότητας, αποφυγή του αρνητικού σημαδέματος, που συνεπάγεται η χρήση της και καλύτερη ενσωμάτωσή τους στους κόλπους της πλειοψηφίας. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Πομάκους των χωριών, που έχουν μεικτό πληθυσμό τουρκόφωνων και Πομάκων ή για τις πομακικές οικογένειες που εγκαταστάθηκαν ανάμεσα σε τουρκόφωνους πληθυσμούς. Χαρακτηριστικά της στάσης αυτής είναι ορισμένα ανέκδοτα, που κυκλοφορούν για τους Πομάκους, όπως αυτό που μας διηγήθηκε τουρκόφωνος γέρος πεδινού χωριού του Έβρου: "Ενός Πομάκου πήρε φωτιά το φέσι του, αλλά αυτός δεν το μυρίστηκε. Κάποιος που τον είδε, του φώναξε στα τουρκικά sarιk yanιyor! (το φέσι πήρε φωτιά!), αλλά ο Πομάκος που δεν μιλούσε καλά τουρκικά, δεν κατάλαβε. Ξανά του φώναξαν sarιk yanιyor!, αλλά αυτός τίποτε. Επιτέλους του φώναξαν στα πομακικά και κατάλαβε, αφού κόντεψε να καεί.
ε. Υπάρχουν διάφοροι άλλοι παράγοντες, που ευνοούν τη χρήση της τουρκικής σε βάρος των πομακικών. Ένας πολύ αποφασιστικός, είναι η τουρκική τηλεόραση, που παρακολουθείται από τους πληθυσμούς των μουσουλμανικών χωριών του Έβρου και επηρεάζει τη γλώσσα τους. Γενικά η κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στη μειονότητα του Έβρου, περιορίζει πολύ τις περιστάσεις, όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα πομακικά (κυρίως μέσα στο σπίτι).
Παράγοντες που φαίνεται να ευνοούν τη διατήρηση των πομακικών
1. Η φυλετική ομοιογένεια των χωριών. Χωριά στα οποία ο πληθυσμός είναι αμιγής πομακικός, διατηρούν τη γλώσσα καλύτερα από τα χωριά με μεικτό πληθυσμό. Στο Σιδηροχώρι, όπου η κατάσταση των πομακικών ήταν πολύ καλύτερη, οι κάτοικοι είναι όλοι Πομάκοι και μάλιστα "εσωτερικοί πρόσφυγες" από το ίδιο χωριό (Κέχρος). Αντίθετα στη Σιδηρώ και στη Ρούσσα υπήρχαν Πομάκοι, ντόπιοι και επήλυδες, από διάφορα χωριά, λίγοι τουρκοφανείς και μερικοί αθίγγανοι.
2. Η εξωτερική απομόνωση των χωριών. Οι κάτοικοι των χωριών που δύσκολα επικοινωνούν με τον υπόλοιπο κόσμο, λόγω των αθλίων συγκοινωνιακών συνθηκών, δύσκολα κατεβαίνουν στα πεδινά χωριά και κέντρα, όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί είναι κυρίως τουρκόφωνοι. Έτσι πιο δύσκολα δέχονται την επίδραση της γλώσσας αυτών των πληθυσμών. Το Σιδηροχώρι (υψόμετρο 450 μ.), συνδέεται με το κοντινότερο χωριό (Μ. Δέρειο), μ' έναν άθλιο χωματόδρομο. Η Σιδηρώ, όμως, (υψόμ. 340 μ.) και η Ρούσσα (370 μ.), συνδέονται πολύ καλύτερα με το Σουφλί, το Διδυμότειχο και τα χωριά της περιοχής τους και εύκολα επικοινωνούν με τους πεδινούς τουρκόφωνους πληθυσμούς.
3. Η "εσωτερική" απομόνωση. Με τον όρο αυτό αναφερόμαστε στη δυσκολία επικοινωνίας, που υπάρχει ανάμεσα στους κατοίκους ενός χωριού, λόγω της μεγάλης αποστάσεως μεταξύ των σπιτιών. Το Σιδηροχώρι, ένα χωριουδάκι των 350 περίπου κατοίκων, καταλαμβάνει μία τεράστια έκταση, με τα σπίτια του να είναι πολύ απομακρυσμένα μεταξύ τους. Οι δύο μαχαλάδες του απέχουν 4 χλμ. ο ένας από τον άλλο. Αιτία για αυτή την αραιή κατανομή του πληθυσμού είναι, ότι μεταξύ των σπιτιών παρεμβάλλονται τα χωράφια κάθε οικογένειας. Παλιότερα οι κάτοικοι, έμεναν στον Κέχρο και έρχονταν στο χωριό μόνο για την καλλιέργεια των χωραφιών, μένοντας σε πρόχειρα παραπήγματα. Αργότερα όμως η φτώχεια και ο υπερπληθυσμός, τους ανάγκασαν να μείνουν μόνιμα στο σημερινό χωριό.
Τα παιδιά του χωριού και ιδιαίτερα των δύο μαχαλάδων, λόγω των μεγάλων αποστάσεων, δύσκολα έρχονται σε επαφή μεταξύ τους για παιχνίδι, αν εξαιρέσουμε το σχολείο. Συναναστρέφονται περισσότερο με τα άτομα του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Έτσι υπόκεινται περισσότερο στην επίδραση της γλώσσας των γονιών τους και των παππούδων τους, που μιλούν περισσότερο τα πομακικά, γι' αυτό και τα παιδιά τα γνωρίζουν καλύτερα. Αντίθετα, στα άλλα χωριά, τα παιδιά βρίσκονται περισσότερο μαζί και είναι βέβαιο ότι, όσο μικραίνουν οι ηλικίες, τόσο αυξάνεται και η χρήση των τουρκικών.
Κλείνοντας τις παρατηρήσεις μας, θα θέλαμε να σημειώσουμε ότι το κυριότερο που θα έπρεπε να γίνει από ελληνικής πλευράς, για να ενισχυθούν τα πομακικά, είναι να μπουν στα σχολεία. Θα έπρεπε κατ' αρχήν να μελετηθούν επιστημονικά, να δημιουργηθεί ειδική γραφή και στα χωριά, που έχουν στην πλειοψηφία τους Πομακόφωνο πληθυσμό, να διδάσκονται αυτά ως μητρική γλώσσα και όχι τα τουρκικά. Ταυτόχρονα να δοθούν κίνητρα με τη δημιουργία ειδικών εδρών στα Πανεπιστήμια, συγγραφή λεξικών, συλλογή δημοτικών τραγουδιών κτλ. Όλες οι μειονότητες διδάσκονται στα σχολεία τη μητρική τους γλώσσα και τη γλώσσα του κράτους στο οποίο ανήκουν. Το ελληνικό κράτος, θέλοντας να βοηθήσει στον εκτουρκισμό των Πομάκων, θέσπισε τη διδασκαλία των τουρκικών και των ελληνικών, αντί των πομακικών (μητρική γλώσσα) και των ελληνικών.
Σήμερα ίσως είναι αργά για τα πομακικά του Έβρου, αφού δύσκολα βρίσκει κανείς παιδιά, που να τα έχουν πρώτη γλώσσα. Όχι όμως και για τα πομακικά της Ξάνθης και πιθανόν της Ροδόπης. Όσο όμως οι υπεύθυνοι αδιαφορούν, τόσο η κατάσταση θα χειροτερεύει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου